Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2017

Ο Επινίκιος ύμνος: «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ...»

Ο επινίκιος ύμνος είναι από τους αρχαιότερους ύμνους
που ψάλλεται στις λειτουργίες των Χριστιανών.
Ως επινίκιος ύμνος στην χριστιανική εκκλησιαστική υμνολογία λέγεται περίφημος ύμνος που ψάλλεται στη Θεία λειτουργία.
Ο ύμνος αυτός αρχίζει με τις λέξεις:

Άγιος, άγιος, άγιος, Κύριος Σαββαώθ
πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης σου, κ.λπ".
Τον ύμνο αυτό ψάλλει ο εκκλησιαστικός χορός αμέσως μετά το πέρας της ευχής του ιερουργούντος ιερέα:
"Άξιον και δίκαιον σε υμνείν, σε ευλογείν.... ει και παρεστήκασι χιλιάδες αρχαγγέλων και μυριάδες αγγέλων, τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ, εξαπτέρυγα, πολυόμματα, μετάρσια, πτερωτά τον επινίκιον ύμνον άδοντα, βοώντα, κεγραγότα και λέγοντα".
Ο Επινίκιος ύμνος συγκροτείται στην πραγματικότητα από δύο επιμέρους ύμνους, εκ των οποίων ο μεν πρώτος ανάγεται στην Παλαιά Διαθήκη και είναι ο θριαμβευτικός ύμνος τον οποίο άκουσε στον πρόναο του Ναού του Σολομώντα, ο προφήτης Ησαΐας, με μια μικρή παραλλαγή (αποδίδεται στο γ΄ πρόσωπο ενικού):
"Άγιος, άγιος, άγιος, Κύριος Σαββαώθ, πλήρης πάσα η γη της δόξης αυτού",
και ο έτερος που ανάγεται στην Καινή Διαθήκη και είναι ο αποθεωτικός ύμνος των Εβραίων που επεφύλαξαν στον Ιησού Χριστό κατά την περίλαμπρη είσοδό του στα Ιεροσόλυμα: 
"Ωσσανά ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου".
Μικρή παραλλαγή του επινίκιου ύμνου είναι εκείνος που ψάλλεται στη λειτουργία των Αποστόλων όπου φέρεται ως εξής:
"Άγιος, άγιος, άγιος, Κύριος Σαββαώθ, πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης αυτού, ευλογητός εις τους αιώνας, αμήν."
Αυτή η παραλλαγή προήλθε από την προς Ρωμαίους επιστολή (α΄25) όπου "(ός εστίν), ευλογητός εις τους αιώνας".

Ἄξιον καὶ δίκαιον σὲ ὑμνεῖν, σὲ εὐλογεῖν,...

Ἱερεὺς

Ἄξιον καὶ δίκαιον σὲ ὑμνεῖν, σὲ εὐλογεῖν, σὲ αἰνεῖν, σοὶ εὐχαριστεῖν, σὲ προσκυνεῖν ἐν παντὶ τόπῳ τῆς δεσποτείας σου. 
Σὺ γὰρ εἶ Θεὸς ἀνέκφραστος, ἀπερινόητος, ἀόρατος, ἀκατάληπτος, ἀεὶ ὢν ὡσαύτως ὤν· σὺ καὶ ὁ μονογενής σου Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμά σου τὸ Ἅγιον. 
Σὺ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι ἡμᾶς παρήγαγες καὶ παραπεσόντας ἀνέστησας πάλιν καὶ οὐκ ἀπέστης πάντα ποιῶν ἕως ἡμᾶς εἰς τὸν οὐρανὸν ἀνήγαγες καὶ τὴν βασιλείαν σου ἐχαρίσω τὴν μέλλουσαν. 
Ὑπὲρ τούτων ἁπάντων εὐχαριστοῦμέν σοι καὶ τῷ μονογενεῖ σου Υἱῷ καὶ τῷ Πνεύματί σου τῷ Ἁγίῳ· ὑπὲρ πάντων ὧν ἴσμεν καὶ ὧν οὐκ ἴσμεν, τῶν φανερῶν καὶ ἀφανῶν εὐεργεσιῶν, τῶν εἰς ἡμᾶς γεγενημένων. 
Εὐχαριστοῦμέν σοι καὶ ὑπὲρ τῆς λειτουργίας ταύτης, ἣν ἐκ τῶν χειρῶν ἡμῶν δέξασθαι κατηξίωσας, καίτοι σοι παρεστήκασι χιλιάδες ἀρχαγγέλων καὶ μυριάδες ἀγγέλων, τὰ Χερουβεὶμ καὶ τὰ Σεραφείμ, ἑξαπτέρυγα, πολυόμματα, μετάρσια, πτερωτά.

Τὸν ἐπινίκιον ὕμνον ᾄδοντα, βοῶντα, κεκραγότα, καὶ λέγοντα.
✚✚✚✚✚✚✚
Ἄξιο καὶ δίκαιο εἶναι νὰ σὲ ὑμνοῦμε, νὰ σὲ εὐλογοῦμε, νὰ σὲ δοξολογοῦμε, νὰ σὲ εὐχαριστοῦμε καὶ νὰ σὲ προσκυνοῦμε σὲ κάθε τόπο ποὺ κυβερνᾶ ἡ πρόνοιά σου. 
Γιατὶ ἐσύ ᾿σαι Θεός, ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ ἐκφράσουμε μὲ τὸ λόγο, οὔτε νὰ σὲ βάλωμε στὸ νοῦ μας, οὔτε νὰ σὲ δοῦμε μὲ τὰ μάτια, οὔτε νὰ σὲ καταλάβωμε· δὲν ἀλλάζεις ποτὲ καὶ εἶσαι πάντα καὶ παντοῦ ὁ ἴδιος, ἐσὺ καὶ ὁ μονογενής σου Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σου. 
Σὺ ἀπὸ τὸ μηδὲν μᾶς ἔδωσες ὕπαρξη κι ὅταν ξεπέσαμε πάλι μᾶς σήκωσες καὶ δὲν ἔπαψες νὰ κάνης τὰ πάντα, ὥσπου μᾶς ἀνέβασες στὸν οὐρανὸ καὶ μᾶς χάρισες τὴ μέλλουσα βασιλεία σου. 
Γιὰ ὅλ᾿ αὐτά, σένα εὐχαριστοῦμε, τὸν Πατέρα καὶ τὸν μονογενή σου Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα· γιὰ ὅλ᾿ αὐτά, ὅσα ξέρομε κι ὅσα δὲν ξέρομε, γιὰ ὅσες βλέπομε κι ὅσες δὲν βλέπομε εὐεργεσίες, ποὺ ἔκαμες σὲ μᾶς. 
Σὲ εὐχαριστοῦμε καὶ γι᾿ αὐτὴν ἐδῶ τὴ λειτουργία, ποὺ καταδέχτηκες νὰ δεχθῆς ἀπὸ τὰ χέρια μας, ἂν καὶ σὲ παραστέκουν χιλιάδες ἀρχαγγέλων καὶ ἑκατομμύρια ἀγγέλων, τὰ Χερουβεὶμ καὶ τὰ Σεραφείμ, ποὺ μὲ ἕξι φτεροῦγες, μὲ πολλὰ μάτια, πετοῦν καὶ φτερουγίζουν θριαμβευτικὰ ψάλλοντας τὸν νικητήριο ὕμνο καὶ λέγοντας...

«Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας»

Τὸ κεντρικότερο σημεῖο τῆς θείας Λειτουργίας 
εἶναι ἡ ὥρα τῆς Ἁγίας Ἀναφορᾶς. 
Ἡ ὥρα δηλαδὴ ποῦ ἡ θυσία μᾶς ἀναφέρεται στὸ Θεό. Τὸ ἐπίγειο θυσιαστήριο ἑνώνεται μὲ τὸ οὐράνιο. Ἐκεῖ ὅπου παραστέκουν «χιλιάδες ἀρχαγγέλων καὶ μυριάδες ἀγγέλων».

Γὶ αὐτὸ ὁ ἱερέας προτρέπει τοὺς πιστούς: «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας». Ζητᾶ ἀπὸ ὅλους μας νὰ ὑψώσουμε στὸ Θεὸ τὶς καρδιές μας. Ν’ ἀποσπασθοῦμε ἀπὸ τὰ γήινα ἐξ ὁλοκλήρου καὶ ν’ ἀνυψωθοῦμε στὸν οὐρανό.

Πρὶν ἀπὸ λίγο ὁ χερουβικὸς ὕμνος μᾶς προέτρεψε γιὰ κάτι ἀνάλογο: νὰ ἀποβάλουμε κάθε μέριμνα καὶ ἔγνοια ἐπίγεια: «Πάσαν τὴν βιοτικὴν ἀποθώμεθα μέριμναν».

Τώρα ἀκούγεται ἐντονότερη ἡ προτροπὴ τοῦ λειτουργοῦ. Μᾶς καλεῖ νὰ στρέψουμε ὅλες τὶς πνευματικὲς καὶ διανοητικὲς δυνάμεις μας πρὸς τὸν Κύριο, πρὸς τὰ αἰώνια καὶ τὰ ὑπερουράνια. 
Ἡ διάνοιά μας κατὰ τὶς ἱερὲς αὐτὲς ὧρες νὰ προσηλωθεῖ σ’ αὐτὰ ποῦ θὰ τελεσθοῦν. Οὔτε στιγμὴ νὰ μὴ φύγει ἡ προσοχή μας ἀπὸ τὴν προσφερόμενη θυσία. 
Ἡ σκέψη μᾶς ν’ ἀπορροφηθεῖ καὶ νὰ βυθισθεῖ στὶς εὐχαριστίες καὶ τὶς δεήσεις τῶν εὐχῶν. 
Καὶ ἡ καρδιά μας, ὁ ἐσωτερικός μας κόσμος ὁλόκληρος νὰ θέλγεται, νὰ συναρπάζεται ἄπο τὰ τελούμενα στὸ ἐπίγειο θυσιαστήριο, ποῦ ἔχουν ἀναφορὰ στὸ ὑπερουράνιο.
Ἀνυψωμένες τὶς καρδιές μας πρὸς τὸν οὐρανό, πρὸς τὸν Θεό, μᾶς προτρέπει νὰ ἔχουμε καὶ ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων: «Ἀληθῶς», λέει, «κατ' ἐκείνην τὴν φρικωδεστάτην ὥραν ὀφείλομεν ἀφιέναι φροντίδας βιοτικός, μέριμνας κατ' οἶκον, καὶ ἔχειν ἐν οὐρανῶ τὴν καρδίαν πρὸς τὸν Φιλάνθρωπον Θεὸν» (ἄρχιμ. Γεωργίου Δημοπούλου, Ἀπὸ τὸν λειτουργικὸν μᾶς πλοῦτον, σέλ. 125).
Ἀλήθεια, τί μεγάλα καὶ φοβερὰ τελοῦνται τὴν ἱερὴ αὐτὴ ὥρα μέσα στὸ ναό; Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι οἱ σαρκικοὶ καὶ ἁμαρτωλοὶ λατρεύουμε τὸν Θεὸ μαζὶ μὲ τοὺς ἅγιους ἀγγέλους, μὲ τὰ οὐράνια, λειτουργικὰ πνεύματα. Μὲ τὸ πνεύμα μας ἀνυψωμένο ἔχουμε τὴ δυνατότητα νὰ ἀφήνουμε τὴ γῆ καὶ νὰ φθάνουμε στὸν οὐρανό. Συνόμιλοι τῶν ἀγγέλων, πολίτες τοῦ οὐρανοῦ. Σὰν τοὺς τρεῖς Μαθητὲς στὸ ὅρος Θαβὼρ μᾶς παραλαμβάνει ὁ Κύριος κατὰ τὴν ὥρα τῆς θείας Λειτουργίας καὶ μᾶς καλεῖ ν’ ἀνέβουμε μαζί Του «εἰς ὅρος ὑψηλόν», νὰ μᾶς ἀποκαλύψει τὴ δόξα Του, τὰ μεγαλεῖα Του.
Ἀνεβαίνει ἀσταμάτητα ἡ ψυχή μας νὰ συναντήσει τὸν Θεό, καὶ ὅσο περισσότερο ἀνεβαίνει τόσο πιὸ πολὺ ποθεῖ τὴν ἕνωση μαζί Του.
Στὴν προτροπὴ τοῦ λειτουργοῦ «ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας», οἱ πιστοὶ ἀπαντοῦμε: «Ἔχομεν πρὸς τὸν Κύριον», βεβαιώνοντας ὅτι ἔχουμε στραφεῖ πρὸς τὰ ἄνω, πρὸς τὸ ὕψος, πρὸς τὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ, ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ τὰ γήινα.

Τὸ ὑποσχόμαστε, τὸ ὁμολογοῦμε. 
Εἶναι ὅμως ἀλήθεια; «Ἔχομεν πρὸς τὸν Κύριον» τὶς καρδιές μας; Ποῦ ἔχουμε στραμμένα τὰ βλέμματά μας, τὴν προσοχή μας;
Τὸ θέλουμε. Ἐπιθυμοῦμε ὁ νοῦς, ἡ καρδιά μας, ὁλόκληρη ἡ προσοχή μας νὰ εἶναι στραμμένα πρὸς τὸν Κύριο. Συχνά, ὅμως, μὲ λύπη διαπιστώνουμε πῶς εἴμαστε αἰχμάλωτοί των γήινων σκέψεών μας, τῶν προβλημάτων τῆς ζωῆς μας, τῶν ἐργασιῶν τῆς καθημερινότητάς μας, τῶν πειρασμῶν καὶ τῶν παθῶν μας.
Ἀποδεικνύουμε πῶς εἴμαστε ἀδύναμοι ἄνθρωποι. Ὅμως ἃς μὴν ἀπογοητευόμαστε. Ἃς ἀγωνιζόμαστε νὰ ἐπαναφέρουμε τὴν προσοχή μας πρὸς τὸν Κύριο καὶ Θεό μας. Βοηθεῖ πολὺ ἡ σκέψη πῶς ὁ Κύριος καὶ Βασιλέας τῆς δόξης εἶναι ἐνώπιόν μας, καὶ ἐμεῖς στεκόμαστε μπροστά Του μὲ σεβασμὸ καὶ εὐλάβεια ὡς δοῦλοι Τοῦ πιστοί.

Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος θὰ μᾶς ὑποδείξει: 
«Μὴν ἀφήσεις κανένα ἀπὸ τὰ δουλικὰ καὶ ἀνελεύθερα πάθη νὰ παρευρίσκεται μαζί σου στὸν τόπο τῆς Ἁγίας Ἀναφορᾶς. Ἀνέβα μόνος ἐκεῖ ὅπου τίποτε τὸ γήινο δὲν μπορεῖ ν’ ἀνέβει. Ἄφησε κάτω στὴ χαμηλὴ γῆ κάθε ἄλογο καὶ ἀνόητο πάθος. Ἃς μὴ σ’ ἐνοχλεῖ τότε τίποτε, ἄλλα γίνε πιὸ ὑψηλὸς καὶ ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς» (ΕΠΕ 19, 166-8).
Μακάρι νὰ καταλαβαίνουμε καὶ νὰ ἐμβαθύνουμε στὴν ἱερὴ ὥρα τῆς θείας Λειτουργίας, καὶ ἃς προσπαθοῦμε ὅλο καὶ ψηλότερα ν’ ἀνεβαίνουμε, κοντὰ στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ γιὰ ν’ ἀντλοῦμε χάρη, δύναμη, ζωή, τὰ πάντα!