Δευτέρα 4 Απριλίου 2016

«Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον ἀπὸ τοῦ νῦν, καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος»

Ο Ιώβ ήταν βιβλικό πρόσωπο της Παλαιάς Διαθήκης που φέρεται να έζησε περίπου στους χρόνους των Πατριαρχών, στην Αυσίτιδα χώρα, μεταξύ Ιδουμαίας και Αραβίας. Είχε αραμαϊκή καταγωγή, όπως όλοι οι κάτοικοι της Αυσίτιδας. 

Gerard Seghers, The Patient Job - National Gallery, Prague, Czech Republic
Σύμφωνα με το ομώνυμο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, ο Ιώβ ήταν πολύ πλούσιος αλλά και ευσεβής, ενάρετος και δίκαιος. Η οικία του ήταν ανοικτή σε κάθε ξένο. Επιδείκνυε στοργή προς κάθε στερούμενο, πάσχοντα και αδικούμενο, παρέχοντας στοργή και συμπαράσταση.
Ήταν «οφθαλμός τυφλών, πους δε χωλών», στήριγμα πτωχών και υπερασπιστής αδυνάτων, δίκαιος και γενναιόδωρος απέναντι στους πολυπληθείς υπηρέτες του και τους δούλους του (κθ΄ 12-17). Στοργικός οικογενειάρχης, είχε αναθρέψει δέκα παιδιά, επτά γιους και τρεις κόρες, που όταν επέστρεφαν από διασκέδαση, ανταλλάσσοντας μεταξύ τους επισκέψεις, ο Ιώβ προσέφερε θυσίες στον Θεό για να τα προφυλάξει από τυχόν αμαρτίες που μπορεί στο μεταξύ να είχαν διαπράξει.
Απολάμβανε ιδιαίτερο σεβασμό από τους συμπολίτες του που όταν τον άκουγαν τον μακάριζαν για τη σοφία του γενόμενοι «περιχαρείς». Είχε μέγα πλήθος από ζώα, 7.000 πρόβατα, 3.000 καμήλες, 500 ζεύγη βοδιών, μια αγέλη θηλυκών όνων και ένα πλήθος βοσκών και επιστατών. «Βούτυρο έτρεχε όπου αυτός περνούσε και στο γάλα λούζονταν τα βοσκοτόπια του». Φέρεται να ήταν γενικά από τους πλουσιότερους και τους πλέον διακεκριμένους ανθρώπους των ανατολικών χωρών ζώντας ως άρχοντας μεταξύ των ανθρώπων της εποχής και ως βασιλεύς «εν μέσω στρατεύματος» των υπηρετών και δούλων του (κθ΄ 6-25).
Κάποια μέρα λοιπόν που τα παιδιά διασκέδαζαν στο σπίτι του μεγαλύτερου αδελφού τους φθάνει ένας αγγελιαφόρος στον Ιώβ και του αναφέρει ότι κάποιοι ληστές αφού έσφαξαν τους δούλους βοσκούς του άρπαξαν τα ζεύγη των βοδιών και τους θηλυκούς όνους και μόνο αυτός σώθηκε της καταστροφής. 
Πριν τελειώσει όμως το λόγο του φθάνει άλλος αγγελιαφόρος που ανήγγειλε στον Ιώβ ότι φωτιά έπεσε από τον ουρανό και κατέκαψε όλα τα πρόβατα και τους βοσκούς αυτών και μόνο αυτός σώθηκε. Πριν και αυτός ολοκληρώσει, φθάνει τρίτος που ανήγγειλε ότι έφιπποι ληστές κατά ομάδες περικύκλωσαν τα κοπάδια των καμήλων, τις οποίες και άρπαξαν φονεύοντας όλους τους δούλους και βοσκούς που τις φύλαγαν. 
Στο σημείο αυτό φθάνει τέταρτος που ανήγγειλε το τραγικότερο. Σφοδρός άνεμος άρπαξε τη στέγη του σπιτιού που διασκέδαζαν τα παιδιά του Ιώβ με συνέπεια να ταφούν όλα κάτω από τα ερείπια. (α΄ 13-19)
Τότε ο Ιώβ σηκώθηκε και σκίζοντας τα ιμάτιά του και κουρεύοντας τα μαλλιά του έπεσε στο έδαφος κραυγάζοντας «γυμνός εξήλθα από την κοιλιά της μάνας μου και γυμνός θα απέλθω από τον κόσμο αυτό. Ο Κύριος έδωσε τα δώρα του και ο Ίδιος τα αφαίρεσε». Ο Ιώβ δεν εξανέστη κατά του Κυρίου (α΄ 20) παρόλο που αυτές οι συμφορές ήταν μόνο η αρχή.
Σαν να μη έφθαναν αυτά, ο Ιώβ προσβλήθηκε στη συνέχεια από φοβερή μολυσματική ασθένεια, (κάτι σαν λέπρα) και γέμισε από πληγές, ζώντας πλέον έξω από τα τείχη της πόλης του. 
Παρόλα αυτά ποτέ δεν έπαψε να δοξάζει τον Θεό ούτε πριν, ούτε μετά. Ποτέ δεν παραπονέθηκε στον Θεό και υπέμεινε, ακόμη και όταν τρεις φίλοι του, που είχαν έρθει κοντά του για να τον παρηγορήσουν, του έλεγαν ότι αδίκως πάσχει και είναι αθώος.
Job by SIR WILLIAM ORPEN RA RHA (1878-1931)

Μια μέρα που καθόταν πάνω στην κοπριά και έξυνε τις πληγές του με ένα κεραμίδι, ο πρώην ευκατάστατος Ιώβ, με μια ζωή καθόλα συνετή, ήρεμη, οικογενειακή, που τώρα κάθεται πάνω στην κοπριά έχοντας χάσει τα πάντα, βασανιζόμενος από απίστευτη φαγούρα που του δημιουργούν οι πληγές τις αρρώστιας και χρησιμοποιεί ένα κεραμίδι για να απαλύνει κάπως τον πόνο του, πλησιάζει η άλλη τραγική φιγούρα της οικογένειας, η μάνα, που δεν μπορούσε να αντέξει το χαμό των παιδιών της, αλλά τουλάχιστον είχε την υγεία της, γυρίζει και του λέει:
—Ζωή είναι αυτή που περνάς;
—Τι περιμένεις;
—Βλαστήμα τον Θεό και αυτοκτόνησε…

Και ο Ιώβ της λέει:

—Όλα τα καλά που μας έστελνε ο Θεός, τα δεχόμασταν με ευχαρίστηση και τα κακά δεν μπορούμε να υπομείνουμε;
Για την υπομονή του αυτή, ο Θεός του τα ξαναγύρισε όλα και με το παραπάνω.
Ο Ιώβ επισφράγισε την ζωή του με μια φράση που ακούγεται μέχρι σήμερα, αλλά και θα ακούγεται μέχρι να υπάρχει Εκκλησία και Θεία Λειτουργία:
 «Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον ἀπὸ τοῦ νῦν, καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος.».
Ας είναι ευλογημένο το όνομα του Κυρίου από τώρα και πάντοτε.

Αμήν

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου